- κτησίβιος
- κτησίβιοςpossessing propertymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κτησίβιος — possessing property masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις … Dictionary of Greek
κτησίβιον — κτησίβιος possessing property masc/fem acc sg κτησίβιος possessing property neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ктезибий — (Κτησιβιος) киник III в. до Р. Хр., ученик Менедема … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κτησιβίου — Κτησίβιος possessing property masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησιβίου — κτησίβιος possessing property masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτησιβίους — Κτησίβιος possessing property masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησιβίους — κτησίβιος possessing property masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτησίβιον — Κτησίβιος possessing property masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek